- λαοπόρος
- λαοπόρος, -ον (Α)(για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. λαο-* + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
λαοπόροις — λᾱοπόροις , λαοπόρος serving as a passage for the people masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)